ἐπιμάρτυρος

ἐπιμάρτυρος
ἐπιμάρτυρος
witness to
masc nom sg
ἐπιμάρτυς
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιμάρτυρος — ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α) εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.) 2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμαρτύρων — ἐπιμάρτυρος witness to masc gen pl ἐπιμάρτυς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμάρτυροι — ἐπιμάρτυρος witness to masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμάρτυρον — ἐπιμάρτυρος witness to masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίμαρτυς — ἐπίμαρτυς, ὁ (Α) [μάρτυς] επιμάρτυρος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”